- πολυκτέανος
- πολυκτέανος, -ον1 affluent
πατρίδα πολυκτέανον O. 10.36
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πατρίδα πολυκτέανον O. 10.36
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολυκτέανος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι κτέανος] … Dictionary of Greek
πολυκτέανον — πολυκτέανος masc/fem acc sg πολυκτέανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτεανώτερος — πολυκτέανος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτεάνοιο — πολυκτέανος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτεάνοις — πολυκτέανος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτεάνων — πολυκτέανος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτέανοι — πολυκτέανος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκτέανος — ον, Α (επικ. τ.) φιλοκτήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος] … Dictionary of Greek